- φρεσκοξυρισμένος
- -η, -οαυτός που ξυρίστηκε πριν από λίγο, αυτός που μόλις έκοψε τα γένια ή τα μουστάκια του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φρεσκοξυρισμένος — η, ο, Ν πρόσφατα ξυρισμένος … Dictionary of Greek
φρεσκο- — ως α συνθετικό προσθέτει στο περιεχόμενο του β συνθετικού την έννοια του «μόλις», του «πριν από λίγο»: Φρεσκοβαμμένος, φρεσκοξυρισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)